- αραδίζω
- αμετ. αραδίζομαι1) проходить через или мимо...;
αραδίζω από την αυλή του γιά να πάω στο σπίτι μου — домой я прохожу через его двор;
2) часто ходить, заходить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραδίζω από την αυλή του γιά να πάω στο σπίτι μου — домой я прохожу через его двор;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.